κηρός (κερί)

κηρός (κερί)
воcок

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • κερί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 487 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού, στα Α του ομώνυμου ακρωτηρίου, 21 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγανά του νομού Ζακύνθου. Ο όρμος και το ακρωτήριο… …   Dictionary of Greek

  • υπόκηρος — ον, Α 1. (για μέλι) αναμεμιγμένος με κερί 2. μτφ. πολυσύνθετος, πολύπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κηρός «κερί» (πρβλ. ἔγ κηρος, ἐπί κηρος)] …   Dictionary of Greek

  • σκληρόκηρος — ον, Α αλειμμένος με σκληρό κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + κηρός «κερί»] …   Dictionary of Greek

  • κερνώ — και άω (ΑΜ κερνῶ, όω, Μ και κερνῶ, άω) προσφέρω κάτι από φιλοφρόνηση, φιλεύω, φιλοδωρίζω («μάς κέρασε τα εισιτήρια») νεοελλ. παροιμ. α) «Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει» γι αυτούς που ενεργούν αποκλειστικά για τα δικά τους συμφέροντα β) «κέρνα,… …   Dictionary of Greek

  • πλατυκήριο — το, Ν βοτ. γένος πτεριδόφυτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και το οποίο περιλαμβάνει 17 περίπου είδη επιφυτικών πτερίδων που είναι ιθαγενή τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών τής Αφρικής, τής Μαλαισίας, τής Αυστραλίας και τής Νότιας… …   Dictionary of Greek

  • ρητινόκηρον — τὸ, Α μίγμα ή διάλυμα κεριού και ρητίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥητίνη + κηρός «κερί»] …   Dictionary of Greek

  • Ι, ι — Το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό jôdh (= χέρι με τον πήχυ), του οποίου η γραφική παράσταση ήταν ή . Παρόμοιες ήταν οι πρώτες μορφές του ι στα ελληνικά αλφάβητα: ,, (Κρήτης, Θήρας). Μέχρι τον 7ο αι. π.Χ. η… …   Dictionary of Greek

  • κηροειδής — ές (Α κηροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες τού κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί… …   Dictionary of Greek

  • κηρόδετος — η, ο (Α κηρόδετος, ον) αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί αρχ. φρ. «κηρόδετον πνεῡμα» το φύσημα τού αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.). επίρρ... κηρόδετα με κηρόδετο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός +… …   Dictionary of Greek

  • κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”